κατατρυφῶ

κατατρυφῶ
κατατρυφάω
make merry
pres imperat mp 2nd sg
κατατρυφάω
make merry
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
κατατρυφάω
make merry
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
κατατρυφάω
make merry
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατατρυφάω
make merry
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
κατατρυφάω
make merry
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατατρυφώ — κατατρυφῶ, άω (Μ) (επιτ. τ. τού τρυφώ) μσν. 1. απολαμβάνω 2. καρπώνομαι αρχ. 1. φέρομαι αλαζονικά, χλευάζω κάποιον 2. ασχολούμαι ευχαρίστως με τον λόγο, διηγούμαι κάτι με πολλή ευχαρίστηση 3. ζω άσωτα, τρυφηλά, με ηδυπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)… …   Dictionary of Greek

  • κατατρύφησις — κατατρύφησις, ἡ (Α) [κατατρυφώ] εντρύφηση, ευχαρίστηση …   Dictionary of Greek

  • συγκατατρυφώ — άω, Μ φέρομαι αλαζονικά από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρυφώ «φέρομαι αλαζονικά, χλευάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”